- διασυμμαχικός
- -ή, -όαυτός που διενεργείται ανάμεσα σε συμμάχους: Υπογράφηκε διασυμμαχική συμφωνία των χωρών της Βαλκανικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διασυμμαχικός — ή, ό (ν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ συμμάχων («διασυμμαχικές ασκήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. inter allied)] … Dictionary of Greek